Συνέντευξη του Διευθ. Συμβούλου Μ. Κοσμίδη για το Πολυνομοσχέδιο που ψηφίζεται στη Βουλή και τις εξελίξεις το χώρο της Υγείας

 

Μετά από μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων και μια κοπιώδη προσπάθεια των Φαρμακοβιομηχάνων να έρθουν σε συμφωνία με την κυβέρνηση, κομβικά για τον κλάδο αιτήματα – όπως είναι η επιβολή των δυσβάσταχτων εκπτώσεων και επιστροφών rebate και clawback – παραμένουν. Σήμερα, μάλιστα, στο Πολυνομοσχέδιο που ψηφίζεται στη Βουλή επιβάλλονται επιπλέον βαρύτατοι οικονομικοί όροι για τη Φαρμακοβιομηχανία – κυρίως στον ευαίσθητο τομέα της φαρμακευτικής καινοτομίας – όπως είναι η επιπλέον υποχρεωτική έκπτωση 25% (rebate) στην εισαγωγή νέων φαρμάκων.

«Κάτι τέτοιο θα σημάνει σοβαρό κίνδυνο, όχι μόνο για την εισαγωγή νέων θεραπειών στη χώρα μας, αλλά ίσως ακόμα και απένταξη φαρμάκων από την ελληνική αγορά», προειδοποιεί ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων (ΣΦΕΕ) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της φαρμακευτικής εταιρείας Win Medica, Μάριος Κοσμίδης.

Συνέντευξη στη Γιάννα Σουλάκη

– Κύριε Κοσμίδη, τι φταίει και δεν έχει πειστεί τελικά η κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας, ότι υπάρχει δημοσιονομικό συμφέρον, όπως εσείς έχετε κατ’ επανάληψη τονίσει, να πάει καλύτερα ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας, παρουσιάζοντας μάλιστα και στοιχεία γι’ αυτό. Υπάρχει τελικά «ωφελημένος» από τις συνθήκες αποεπένδυσης που δημιουργούνται σταθερά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας; Ωφελείται τελικά η Ελληνική Οικονομία; Ο Έλληνας ασθενής;

Κυρία Σουλάκη, με δυο λόγια, πιστεύω ότι δυστυχώς η κυβέρνηση δεν έχει πειστεί πως ο κλάδος μας είναι μέρος της λύσης και όχι το πρόβλημα. Πιστεύω, επίσης, ότι δεν αντιλαμβάνεται πως η βιωσιμότητα του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα μας εξαρτάται σημαντικά από την βιωσιμότητα των φαρμακευτικών εταιριών και την δυνατότητά τους να παρέχουν φάρμακα στους έλληνες ασθενείς.

Επιτρέψτε μου να το θέσω πιο αναλυτικά. Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της κρίσης και παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, οι φαρμακευτικές εταιρίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση του δικαιώματος των Ελλήνων ασθενών να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις αναγκαίες για αυτούς θεραπείες. Σήμερα σε ένα κλειστό και δεδομένο προϋπολογισμό φαρμακευτικής δαπάνης που φτάνει μόλις στο 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, 1 στα 4 φάρμακα δίνεται δωρεάν από τις φαρμακευτικές εταιρίες στην κοινότητα μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών. Στα νοσοκομεία μάλιστα δίνεται 1 στα 3 φάρμακα δωρεάν. Οι αντοχές όμως έχουν πλέον ξεπεραστεί και απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα του κλάδου, αλλά και τη λειτουργικότητα του δημόσιου συστήματος Υγείας.

Σε αυτό το ήδη βεβαρημένο περιβάλλον, η προσέγγιση της Πολιτείας στην προσπάθειά της για εξορθολογισμό του συστήματος περιορίζεται για άλλη μια φορά σε οριζόντια μέτρα, αντί δομικών αλλαγών, που έχει ανάγκη η χώρα. Για άλλη μια φορά βάλλεται το φάρμακο, το οποίο, όμως, αποτελεί μόνο το 15% των συνολικών δαπανών υγείας, και δεν αγγίζεται το υπόλοιπο 85%. Η προσέγγιση, λοιπόν, αυτή δηλώνει ότι η Πολιτεία αντιμετωπίζει την επιχειρηματικότητα, τις παλαιές και καθιερωμένες θεραπείες και την καινοτομία ως κόστος και όχι ως επένδυση στην Υγεία. Κι όμως το φάρμακο αποτελεί σημαντικό αναπτυξιακό πυλώνα της χώρας, συμβάλλοντας κατά 3,5% στο ΑΕΠ της χώρας και διατηρώντας 26.000 θέσεις εργασίας άμεσα και 86.000 θέσεις εργασίας έμμεσα. Ο κλάδος μας αποτελεί τη δεύτερη εξαγωγική δύναμη της χώρας. Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 150 φαρμακευτικές εταιρίες με 27 εργοστάσια και έντονη συνεργασία μεταξύ Ελληνικών και διεθνών εταιριών. Δυστυχώς, όμως, οδηγούμαστε σε κατάσταση αποεπένδυσης.

Τα νέα μέτρα, ειδικά το ενοποιημένο rebate, που σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση της φαρμακοβιομηχανίας κατά € 140 εκατ. και το τέλος εισόδου 25% στα νέα φάρμακα, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε αδυναμία εισόδου νέων φαρμάκων στην Ελληνική αγορά με συνέπεια την υγειονομική υποβάθμιση, την αδυναμία κάλυψης κλινικών αναγκών και την αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις και την απασχόληση, ενώ έχουν αβέβαιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας «ωφελημένος», αντίθετα η κατάσταση πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα, αλλά και την ελληνική οικονομία, καθώς δεν εξασφαλίζει στέρεα δημοσιονομικά οφέλη, κυρίως, όμως, πλήττει τους Έλληνες ασθενείς.

– Γνωρίζετε αυτή τη στιγμή με ακρίβεια πως θα εξελιχθεί η αποζημίωση των νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων βάσει των νέων δεδομένων; Έχουν διευκρινιστεί λεπτομέρειες, που μπορούν να κρίνουν την εισαγωγή νέων θεραπειών στη χώρα μας ή υπάρχουν ακόμα «γκρίζες ζώνες», που ενδέχεται να φέρουν στο μέλλον δυσάρεστες ανατροπές και εκπλήξεις στην καινοτόμο φαρμακευτική κάλυψη των Ελλήνων ασθενών;

Όπως διαβάσαμε στο πολυνομοσχέδιο πρόκειται να εφαρμόσει ένα σύστημα με δυο φίλτρα (εξωτερικά και εσωτερικά κριτήρια). Το εξωτερικό φίλτρο είναι ένα σύστημα αναλογικότητας [δηλαδή, ένα νέο προϊόν θα πρέπει να κυκλοφορεί τουλάχιστον σε 9 χώρες, να αποζημιώνεται στα 2/3 των χωρών που κυκλοφορεί, εκ των οποίων το 50% θα πρέπει να έχει Αξιολόγηση Τεχνολογιών Υγείας]. Η αναλογικότητα του εξωτερικού φίλτρου δημιουργεί το εξής παράδοξο. Όσο αυξάνονται οι ευρωπαϊκές χώρες που κυκλοφορεί ένα φάρμακο τόσο πιο δύσκολα θα αποζημιώνεται στην Ελλάδα, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Επιπροσθέτως, και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του εξωτερικού φίλτρου, το νέο φάρμακο θα πρέπει να αξιολογηθεί και από μια σειρά κριτηρίων που αφορούν στο εσωτερικό φίλτρο (άλλα 4 κριτήρια). Περιττό να τονίσω ότι οι δυο ηθμοί αναιρούν ο ένας τον άλλο. Και αυτό γιατί είναι απολύτως προφανές ότι οι χώρες που ήδη κυκλοφορεί ένα νέο φάρμακο έχουν συμπεριλάβει μερικώς ή ολικώς τα 4 κριτήρια. Άρα ή εφαρμόζεις τα εξωτερικά φίλτρα ή τα εσωτερικά. Και τα δυο μαζί είναι απλά παράλογο.

Με λίγα λόγια έχουμε ένα προτεινόμενο σύστημα αποζημίωσης, παράλογο ασυνεχές και με κριτήρια που δεν αντιλαμβανόμαστε αν λειτουργούν σωρευτικά ή σε συνδυασμό καθώς και ένα πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων που χρήζουν άμεσων διευκρινήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, όπως παρουσιάζονται, αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, χωρίς να είναι ειδικός, ότι η είσοδος νέων φαρμάκων στην Ελλάδα θα καθυστερεί από 2 έως 4 χρόνια ή δεν θα γίνεται καθόλου. Αν μάλιστα, ισχύσουν τα μέτρα αυτά αναδρομικά δυνητικά μπορεί να προκύψει απένταξη φαρμάκων από την ισχύουσα Θετική Λίστα. Διακυβεύονται λοιπόν όχι μόνο οι νέες, αλλά και ο υπάρχουσες θεραπείες. Και είναι προφανείς οι συνέπειες αυτής της πολιτικής για την δημόσια υγεία και τους Έλληνες ασθενείς. Όχι μόνο δεν θα έχουν πρόσβαση σε νέες σωτήριες θεραπείες, αλλά μπορεί να στερηθούν και υπάρχουσες.

– Τί απαντάτε ως Αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ στο επιχείρημα – που μάλιστα διατυπώθηκε πρόσφατα από επίσημα χείλη, δηλ. από τον ίδιο τον Υπουργό Υγείας κ. Ξανθό στην συνάντηση των Ευρωπαίων Υπουργών Υγείας που έγινε στη Μάλτα αρχές του μήνα – ότι η Φαρμακοβιομηχανία θα πρέπει να περιορίσει τα έσοδά της προς όφελος των ασφαλιστικών ταμείων, των οποίων η βιωσιμότητα βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο;

Σε όλη την Ευρώπη τα συστήματα Υγείας αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όπως: η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η αύξηση των χρονίως πασχόντων. Επιπλέον, φτωχοί πληθυσμοί, ανασφάλιστοι, χαμηλοσυνταξιούχοι, και πρόσφυγες χρειάζονται πρόσβαση σε θεραπείες.

Τα παραπάνω προβλήματα μαζί με την επίμονη ύφεση είναι πιθανό – σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους – να κάνουν το πρόβλημα χειρότερο και δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ως προς το εάν τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας θα είναι σε θέση να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Σε αυτό λοιπόν το σημείο, ο Υπουργός έχει δίκιο. Σε αυτό που έχει άδικο είναι στις ακολουθούμενες πολιτικές.

Η Ελλάδα σε αυτές τις μεγάλες προκλήσεις, άπαντα με προστατευτικές παρεμβάσεις στην αγορά, επέκταση και υπερβολική ρύθμιση – όλα σημάδια μιας σπασμωδικής πολιτικής αντίδρασης – που τελικά αυξάνουν και οδηγούν σε περαιτέρω εμβάθυνση τα διαρθρωτικά ελλείμματα.

Λόγω της δημοσιονομικής ύφεσης και των μνημονίων, η φαρμακευτική δαπάνη έχει περιοριστεί κατά 60% στα χρόνια της κρίσης (βρίσκεται μόλις στο 50% του μέσου ευρωπαϊκού όρου) και δεν επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού. Όμως, στην Ελλάδα συμβαίνει και κάτι άλλο, που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα: Με έναν επιβαλλόμενο «κλειστό προϋπολογισμό» των περίπου 2 δισ. ευρώ, είναι προφανές ότι διακυβεύεται η ποιότητα της περίθαλψης των ασθενών και επιβαρύνεται η συμμετοχή τους στις θεραπείες.

Την ίδια στιγμή η γενικευμένη εφαρμογή των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών (rebates & clawbacks), που έφτασαν στο ποσό του 1 δισ. ευρώ το 2016, αφενός καταδεικνύουν ότι η φαρμακευτική δαπάνη δεν επαρκεί, αφετέρου δημιουργούν ένα δυσχερέστατο κλίμα στις επιχειρήσεις οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες με υψηλές ζημιές που σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας θα αντιμετωπίσουν ουσιαστικό θέμα επιβίωσης.

– Από τη θέση σας, ως Προέδρου του Δ/Σ και Διευθύνοντος Συμβούλου της φαρμακευτικής εταιρείας Win Medica, όπως μάθαμε στο τελευταίο πολύ ενδιαφέρον συνέδριο Health Innovation Conference, καταθέσατε στο ΣτΕ αίτηση αναστολής και ακύρωσης του clawback, διότι επί τρία χρόνια η εταιρεία σας καταγράφει αρνητικούς ισολογισμούς και μάλιστα τονίσατε, ότι δεν αποκλείεται την περίπτωση να προσφύγετε ακόμα και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Γιατί προχωρήσατε σε αυτήν την ενέργεια; Υπάρχει περίπτωση να ακολουθήσουν και άλλες φαρμακοβιομηχανίες το παράδειγμά σας;

Οι όλο και πιο αυστηρές δημόσιες πολιτικές – ιδίως οι πολιτικές πίεσης στις τιμές των φαρμάκων – απειλούν να διαβρώσουν αφενός την κουλτούρα της καινοτομίας στην υγειονομική περίθαλψη αφετέρου τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Από μία τέτοια λογική η εταιρεία μας πλήττεται σημαντικά καταγράφοντας αρνητικούς ισολογισμούς τα τελευταία 3 χρόνια και μη μπορώντας να ανταποκριθεί στην πληρωμή των υπέρογκων επιβαρύνσεων. Και αυτό δυστυχώς επιδεινώνεται περαιτέρω από την μονόπλευρη και προκατειλημμένη δημόσια συζήτηση που αγνοεί τις ενσωματωμένες αβεβαιότητες που αποτελούν μέρος μίας βιομηχανίας που βασίζεται στη γνώση, όπως είναι η φαρμακευτική βιομηχανία.

Σε αυτό το σκληρό περιβάλλον στη συχνά φορτισμένη συναισθηματικά συζήτηση της Υγείας απαιτούνται δράσεις, με μοναδική προτεραιότητα τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Έτσι λοιπόν καταφύγαμε σε νομικές ενέργειες θεωρώντας άλογες και υπερβολικές τις απαιτήσεις των επιστροφών αλλά και αδιαφανής ο τρόπος και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτουν αυτές οι απαιτήσεις. Και από όσα γνωρίζω το παράδειγμα μας θα επακολουθήσουν και άλλες εταιρείες.

Πηγή : Liberal